παλμός

παλμός
παλμός
quivering motion
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… …   Dictionary of Greek

  • παλμοῖς — παλμός quivering motion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμοί — παλμός quivering motion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμοῦ — παλμός quivering motion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμούς — παλμός quivering motion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμῶν — παλμός quivering motion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμῷ — παλμός quivering motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλμόν — παλμός quivering motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”